Η πρώτη κατοικία είναι γεγονός ότι δεν προστατεύεται πλέον και οι πλειστηριασμοί έχουν μπει για τα καλά στη ζωή μας. Οι διαδικασίες του πλειστηριασμού έχουν απλοποιηθεί και επιταχυνθεί ώστε να βοηθούν τους δανειστές και όχι τους οφειλέτες. Για να γίνει όμως πλειστηριασμός ενός ακινήτου πρέπει τόσο η τράπεζα, η εισπρακτική εταιρία, όσο και το fund να ακολουθήσουν υποχρεωτικά κάποια βήματα.
Αρχικά να γίνει καταγγελία του δανείου με εξώδικο έγγραφο, στο οποίο θα αναγράφει ότι το δάνειο καταγγέλλεται και θα πρέπει να καταβάλλουμε άμεσα το συνολικό ποσό της οφειλής μας. Στο έγγραφο αυτό μπορούμε να απαντήσουμε αμφισβητώντας την εγκυρότητα της καταγγελίας εφόσον αυτό γίνει έγκαιρα και στο χρόνο που ορίζει η δανειακή μας σύμβαση. Εν συνεχεία πρέπει να εκδοθεί και επιδοθεί στον οφειλέτη Διαταγή Πληρωμής, η οποία είναι δικαστική απόφαση εκτελεστή και με αυτή άρχεται η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Από την επίδοση της και ανεξάρτητα εάν θέλουμε να ρυθμίσουμε την οφειλή μας ή όχι, θα πρέπει να ασκήσουμε Ανακοπή, διότι εάν παρέλθει η προθεσμία των 15 ημέρων που μας παρέχει ο Νόμος για την άσκηση Ανακοπής, πρακτικά έχουμε αποδεχθεί την οφειλή που αναφέρεται στην εκδοθείσα Διαταγή Πληρωμής πλέον τόκων, εξόδων, αμοιβών δικηγόρων κ.τ.λ. χωρίς να έχουμε κανένα δικαίωμα πλέον. Τέλος κοινοποιείται η κατασχετήρια έκθεση για πλειστηριασμό του ακινήτου. Όταν φτάσουμε στο στάδιο αυτό υφίστατο δικαστική προστασία, που αφορά μόνο την ακύρωση του συγκεκριμένου πλειστηριασμού.
Τι γίνεται όμως εάν την κατάσχεση του ακινήτου μας δεν ακολουθήσει πλειστηριασμός; Σύμφωνα με το άρθρο 1019 του ΚΠολΔ εάν δεν ακολουθήσει Πλειστηριασμός μέσα σε ένα έτος αφότου επιβλήθηκε η κατάσχεση ή Αναπλειστηριασμός μέσα σε έξι μήνες από τον πρώτο πλειστηριασμό, τότε η κατάσχεση ανατρέπεται, με απόφαση του Ειρηνοδικείου στην Περιφέρεια του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον. Με τη διάταξη αυτή, ανατρέπεται η κατάσχεση, εφόσον ο πλειστηριασμός δεν γίνει μέσα στο καθοριζόμενο από αυτήν χρονικό διάστημα, με σκοπό την επίσπευση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως, την αποφυγή της παρελκύσεώς της από τον επισπεύδοντα, που ενδεχομένως αδρανεί, και την αποτροπή της μακροχρόνιας δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Η ανατροπή της κατασχέσεως δεν επέρχεται αυτοδικαίως, αλλά απαιτείται δικαστική απόφαση του Ειρηνοδικείου του τόπου εκτέλεσης που δικάζει με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Άμεση συνέπεια της Αποφάσεως που εκδοθεί, η οποία έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, είναι η κατάργηση της εκτελεστικής διαδικασίας για το μέλλον, από το χρόνο έκδοσης της απόφασης, ενώ οι έννομες συνέπειες αυτής έως τότε διατηρούνται. Μόνο η απλή πάροδος της προθεσμίας του άρθρου 1019 δεν καθιστά την κατάσχεση άκυρη, η οποία συνεχίζει να υφίστατο κανονικά οι συνέπειές της ως την έκδοση της περί ανατροπής Απόφασης του Δικαστηρίου, έτσι ώστε τυχόν πλειστηριασμός που διενεργηθεί παρά την πάροδο της παραπάνω προθεσμίας, αλλά πριν από την έκδοση της απόφασης περί ανατροπής του, είναι καθ΄όλα έγκυρος. Στην περίπτωση που η Απόφαση περί ανατροπής του πλειστηριασμού απαγγελθεί μετά τη διεξαγωγή του, ο πλειστηριασμός διατηρεί κανονικά τα αποτελέσματά του, έτσι ώστε η ανατροπή της κατάσχεσης είναι άνευ αντικειμένου, καθώς με την διενέργεια του πλειστηριασμού έχει καταργηθεί η κατάσχεση, εκτός αν συντρέχουν προϋποθέσεις αναπλειστηριασμού.