Η περιουσία που εγκαταλείπει μετά το θάνατο του ένα πρόσωπο περιέρχεται στους κληρονόμους του. Στην περίπτωση της κληρονομιάς εξ αδιαθέτου δηλαδή όταν ο διαθέτης δεν αφήσει διαθήκη το 75% περιέρχεται στα παιδιά του και το 25% στον επιζώντα σύζυγο. Η  σειρά της διαδοχής μπορεί να αλλάξει με διαθήκη του διαθέτη, αλλά με όρους. Έτσι  ο κληρονομούμενος μπορεί με τη διαθήκη του να αποκλείσει από την εξ αδιαθέτου διαδοχή ορισμένο συγγενή ή  τον/την σύζυγο, με την επιφύλαξη όμως των διατάξεων για τη νόμιμη μοίρα. Θα πρέπει δηλαδή ένα ελάχιστο μερίδιο  να μεταβιβαστεί στους κληρονόμους του ακόμη και με τη διαθήκη του δεν μπορεί να τη διαθέσει αλλού. Συνεπώς η Νόμιμη μοίρα αποτελεί την εκ κληρονομικής περιουσίας μερίδα την οποία δικαιούται να απαιτήσει ο κατιών, σύζυγος ή ο ανιών του κληρονομούμενου που από τη στιγμή που απαιτούν καλούνται νόμιμοι μεριδούχοι ακόμη και παρά τη θέληση του κληρονομημένου.

Επιβάλλεται δηλαδή από το άρθρο 1825 του Αστικού Κώδικα μια αναγκαστική κληρονομική διαδοχή υπέρ των παραπάνω προσώπων. Έτσι έχουμε την έννοια της νόμιμης μοίρας που είναι το 50% της εξ αδιαθέτου μερίδας των κληρονόμων. Η ρύθμιση αυτή περί νόμιμης μοίρας αποτελεί εξαίρεση στην κατά τα άλλα κατοχυρούμενη στο νόμο ελευθερία του κληρονομούμενου να διαθέτει την περιουσία του όπως επιθυμεί μετά θάνατο και αποσκοπεί στην προστασία της οικογένειας.

Εξαίρεση υπάρχει εάν ο κληρονομούμενος έχει αποκληρώσει κάποιον από τους αναγκαίους κληρονόμους. Με την αποκλήρωση στερείται και του δικαιώματος της Νόμιμης Μοίρας του.

Οι λόγοι που μπορεί να επικαλεσθεί ο διαθέτης – κληρονομούμενος για να αποκλείσει από την νόμιμη μοίρα, κάποιο κληρονόμο του είναι οι εξής:

  • Εάν ο μεριδούχος-κληρονόμος επιβουλεύτηκε τη ζωή του διαθέτη, του συζύγου ή άλλου κατιόντος του διαθέτη  ή
  • Εάν προκάλεσε με πρόθεση σωματικές κακώσεις στο διαθέτη ή στη σύζυγό του ή
  • Εάν έγινε ένοχος κακουργήματος ή σοβαρού πλημμελήματος με πρόθεση κατά του διαθέτη ή του συζύγου του, ή
  • Εάν αθέτησε κακόβουλα την υποχρέωση που είχε από το νόμο να διατρέφει το διαθέτη, ή
  • Εάν ζει βίο άτιμο ή ανήθικο, παρά τη θέληση του διαθέτη.

Έτσι σύμφωνα με το άρθρο 1826 ΑΚ «εάν κάποιος μεριδούχος ολικά ή μερικά αποκληρώθηκε νόμιμα ή παραιτήθηκε από το δικαίωμα της Νόμιμης Μοίρας ή λόγω αναξιότητας εξέπεσε, το δικαίωμα της Νόμιμης Μοίρας αποκτούν και ασκούν οι μεριδούχοι που έρχονται στη θέση του κατά τη σειρά της εξ αδιαθέτου διαδοχής. Δηλαδή η μερίδα του εκπεσόντος δεν προσαυξάνει τις μερίδες των συμμεριδούχων. Δηλαδή στη θέση του υπεισέρχονται οι κατιόντες του.

Όταν ο κληρονόμος αντιληφθεί ότι έχουν αποκλεισθεί τα δικαιώματά του στην διαθήκη, μπορεί να αντιτάξει το εκ του νόμου κληρονομικό του δικαίωμα έναντι του εκ διαθήκης κληρονόμου, του οποίου η εγκατάσταση στον κληρονομιαίο περιορίζεται, κατόπιν αυτού, στο μέρος που δεν προσβάλει τη νόμιμη μοίρα. Ο δε κληρονόμος προς απόδοση της νόμιμης μοίρας, μπορεί να ασκήσει την περί κλήρου αγωγή, με την οποία και απαιτεί, από εκείνον που κατακρατεί τα αντικείμενα της κληρονομίας  (νομέας  κληρονομία) την αναγνώριση του κληρονομικού του δικαιώματος και την απόδοση της κληρονομιάς ή κάποιου αντικειμένου από αυτή.