Μέχρι σήμερα με την ανάθεση της επιμέλειας σε έναν μόνο από τους γονείς συνήθως στη μητέρα, η συμμέτοχη του άλλου γονέα στην καταβολή διατροφής για το ανήλικο τέκνο ήταν ξεκάθαρη.

Από τις διατάξεις των άρθρων 1485,1486,1489 και 1493 του Α.Κ. προκύπτει, ότι οι γονείς είτε υπάρχει μεταξύ τους γάμος, είτε έχει διακοπεί η έγγαμη συμβίωση τους, είτε έχει εκδοθεί διαζύγιο, έχουν κοινή και ανάλογη με τις δυνάμεις τους υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους ακόμη και εάν αυτό έχει περιουσία, της οποίας όμως τα εισοδήματα ή το προϊόν της εργασίας του ή άλλα τυχόν εισοδήματά του δεν αρκούν για τη διατροφή του. Αντίστοιχη υποχρέωση διατροφής υπάρχει και για το τέκνο εκτός γάμου, από την μητέρα του και από τον εκουσίως ή δικαστικά αναγνωρισθέντος φυσικού πατέρα του.

Σε όλες τις ως άνω περιπτώσεις το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του τέκνου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και περιλαμβάνει τα αναγκαία για τη συντήρηση και την εκπαίδευσή του έξοδα. Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβίωσης, ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη επιτήρησης και εκπαίδευσης και την κατάσταση της υγείας του δικαιούχου, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου σε καταβολή διατροφής.

Δηλαδή, για να καθοριστεί το ποσό της διατροφής, αξιολογούνται κατ’ αρχήν τα εισοδήματα των γονέων από οποιαδήποτε πηγή και στη συνέχεια προσδιορίζονται οι ανάγκες του τέκνου. Καθοριστικό στοιχείο είναι οι συνθήκες της ζωής του τέκνου οι οποίες ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη εκπαίδευσης και την κατάσταση της υγείας του, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση των γονέων χωρίς όμως να ικανοποιούνται οι παράλογες αξιώσεις.

Τι συμβαίνει όμως με το ζήτημα της διατροφής στην περίπτωση της συνεπιμέλειας;

Στην περίπτωση αυτή έχει υποστηριχθεί ότι o κάθε γονέας θα πρέπει να καταβάλλει τις δαπάνες που αναλογούν κατά το χρόνο που ασκεί την επιμέλεια του τέκνου του. Να καλύπτει δηλαδή τα έξοδα του ανηλίκου για το χρονικό διάστημα που αυτό διαμένει μαζί του. Ένας τέτοιος ισχυρισμός όμως δεν είναι πρακτικά εφαρμόσιμος , δεδομένου ότι με τον τρόπο αυτό δεν θα καλύπτεται το μέρος των παγίων δαπανών των τέκνων που αναλογεί στον εκάστοτε γονέα όταν ασκείται η επιμέλεια από τον άλλο γονέα. Επίσης εάν τα βιοτικά επίπεδα και τα εισοδήματα των γονέων είναι διαφορετικά τα τέκνα θα διαβιώνουν υπό διαφορετικές οικονομικές συνθήκες και επίπεδο δαπανών κατά την άσκηση της επιμέλειας τους από τον κάθε γονέα. Κάτι τέτοιο επίσης δεν εξυπηρετεί το συμφέρον των τέκνων για μια υγιή και ισορροπημένη ανατροφή και δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

Υποστηρίζεται επίσης ότι η ορθή λύση στην περίπτωση που κατανέμεται η επιμέλεια μεταξύ των γονέων θα εξευρεθεί με τον υπολογισμό της αναλογίας τους στο σύνολο των μηνιαίων δαπανών των τέκνων, την αφαίρεση του ποσού που καλύπτει απευθείας ο κάθε γονέας όταν ασκεί την γονική μέριμνα και τέλος την επιδίκαση υπέρ του γονέα με τις ασθενέστερες οικονομικές δυνάμεις και σε βάρος του άλλου γονέα της διαφοράς μεταξύ των ποσών που καταβάλει και των ποσών που του αναλογούν να καταβάλει.

Ο ισχυρότερος δηλαδή οικονομικά γονέας θα καταβάλει μηνιαίως προς τον ασθενέστερο την διαφορά σε χρήμα.

Αν υποθέσουμε όμως ότι αμφότεροι οι γονείς έχουν την ίδια οικονομική δύναμη τότε κανένας δεν υποχρεούται να καταβάλει στον άλλο και συνεπώς στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει πάγια μηνιαία καταβολή διότι δεν υπάρχει οικονομικά ισχυρότερος γονέας.

Η ως άνω προτεινόμενη λύση σε καθεστώς συνεπιμέλειας ή χρονικού επιμερισμού αυτής φαίνεται να είναι η βέλτιστη και η δικαιότερη.