Μπορεί άραγε ο εκμισθωτής να ζητήσει την αποχώρηση του μισθωτή από το μίσθιο (είτε πρόκειται για αστική είτε για εμπορική μίσθωση) πριν τη λήξη της; Η απάντηση είναι ότι εφ’ όσον μια μίσθωση είναι ορισμένου χρόνου (και για όσο δεν έχει παρέλθει ο ελάχιστος χρόνος, ήτοι η τριετία από την κατάρτισή της, για συμβάσεις κύριας κατοικίας και κάθε εμπορική), δεν μπορεί ο εκμισθωτής να ζητήσει την άμεση αποχώρηση του μισθωτή.
Μπορεί όμως να ζητήσει να εκδοθεί απόφαση που θα εκτελεστεί μόλις περάσει ο χρόνος της μίσθωσης, αν τυχόν έχει υπόνοιες ότι ο μισθωτής δεν θα εγκαταλείψει το μίσθιο κατά το συμφωνημένο χρόνο.
Έτσι, ο εκμισθωτής μπορεί να ασκήσει αγωγή και να ζητήσει την απόδοση του μισθίου και πριν παρέλθει η νόμιμη ή συμβατική διάρκεια της μίσθωσης, όμως η απόδοση του μισθίου θα διαταχθεί σε χρόνο μετά την λήξη αυτής.
Το δικαστήριο, εφόσον κρίνει στην περίπτωση αυτή το νόμιμο της αγωγής, εφαρμόζει τη διάταξη του άρθρου 69 ΚΠολΔ χωρίς να απαιτείται επίκληση της από τον εκμισθωτή.
Επομένως, δεν είναι απαραίτητο κατά την άσκηση της αγωγής, να αναφέρεται ρητά ότι η απόδοση του μισθίου ζητείτε με βάση την παραπάνω διάταξη, ότι δηλαδή ασκείται με αναβλητική προθεσμία, να παρέλθει δηλαδή ο συμβατικός ή νόμιμος χρόνος της.
Εάν με την αγωγή ζητείται η απόδοση του μισθίου σε χρόνο προγενέστερο εκείνου που ορίζεται ως λήξας της μίσθωσης και ο χρόνος αυτός δεν είχε επέλθει όταν ασκήθηκε η αγωγή, αυτή είναι νόμιμη και παραδεκτή, το δε δικαστήριο διατάσσει την απόδοση του μισθίου μετά όμως τη λήξη της μίσθωσης.
Ο εσφαλμένος από τον εκμισθωτή προσδιορισμός του χρόνου λήξης κατά νόμο της μίσθωσης ανάλογα με το χρόνο, που ο μισθωτής ή οι δικαιοπάροχοι του τελευταίου βρίσκονται στη χρήση του μισθίου, με αποτέλεσμα να επιδιώκεται η απόδοση του μισθίου σε χρόνο προγενέστερο από εκείνο που ορίζει ο νόμος, δεν καθιστά αόριστη ούτε πρόωρα ασκηθείσα την αγωγή, αφού στο αίτημα για απόδοση του μισθίου από ορισμένο χρονικό σημείο, πριν ή μετά την άσκηση της αγωγής, περιέχεται το έλασσον αίτημα για απόδοση του μισθίου σε απώτερο χρονικό σημείο κατά το οποίο, κατ` εφαρμογή του άρθρου 69 ΚΠολΔ., θα διαταχθεί από το δικαστήριο και η απόδοση του.
Για την ευδοκίμηση της πρόωρα ασκηθείσας αγωγής για απόδοση του μισθίου δεν είναι αναγκαίο να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εκμισθωτής ότι υπάρχει βάσιμος φόβος πως ο μισθωτής δεν θα αποδώσει εκουσίως το μίσθιο κατά το χρόνο λήξης της μίσθωσης.
Άλλωστε, με την παρέλευση της νόμιμης διάρκειας μιας μίσθωσης, οπότε η μίσθωση λήγει αυτοδικαίως, χωρίς να απαιτείται κάτι άλλο, όπως καταγγελία ή όχληση, δεν νοείται καταγγελία αυτής, η οποία αν ασκηθεί έχει την έννοια της εναντίωσης του εκμισθωτή στην αναμίσθωση.
Επομένως, ακόμη και στην περίπτωση που ο εκμισθωτής (για τις παλιές εμπορικές μισθώσεις) εσφαλμένα θεωρεί ότι μετά την παρέλευσης της δωδεκαετούς διάρκειας της μίσθωσης αυτή κατέστη αορίστου χρόνου και την καταγγέλλει, ενώ αυτή έχει σιωπηρά παραταθεί στα δεκαέξι έτη, λόγω μη άσκησης της αξίωσης του για απόδοση του μισθίου, εντός την προθεσμίας τον εννιά μηνών από την λήξη της, η καταγγελία αυτή, συνιστά δήλωση βούλησης ότι δεν επιθυμεί την συνέχιση της μίσθωσης μετά την παρέλευση των δεκαέξι ετών στο πλαίσιο της αναμίσθωσης και θα διαταχθεί η απόδοση του μισθίου από τον μισθωτή σε αυτόν όταν λήξει η μίσθωση.